-
1 νύχι
[нихи] ουσ. о. ноготь, коготьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νύχι
-
2 ноготь
-гтя, γεν. πλθ. -и α. νύχι•обрзать (подстричь) -ти κόβω τα νύχια•
царапать -ями γρατσουνίζω με τα νύχια•
у него сошл ноготь του έπεσε (βγήκε) το νύχι•
у него вырастает ноготь του ξαναγίνεται το νύχι.
εκφρ.с ноготь – βλ. στη λ. ноготок• до конников (до конца) -ей μέχρι το κόκκαλο, μέχρι μυελού οστέων, βαμμένος•с молодых (младых) -й•, от молодых (младых) -ей – εξ απαλών ονύχων (από μικρό παιδί)•прижать к -тю ή подобрать под ноготь кого – υποτάσσω πλήρως. -
3 коготь
-
4 ноготь
-
5 зубец
το δόντι, το νύχι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зубец
-
6 зубок режущий
(врубовой машины) το δόντι/νύχι κοπής (της μηχανής κοπής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зубок режущий
-
7 ноготь
ο όνυξ, разг. το νύχι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ноготь
-
8 носок
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > носок
-
9 коготь
ког||отьм τό νύχι, ἡ ὀπλή / ὁ ὄνυξ (у хищных птиц)· ◊ показать \коготьти ἀγριεύω, δείχνω τά δόντια μου· попасть кому-л. в \коготьти πέφτω στά νύχια κάποιου. -
10 ноготь
ноготьм τό νύχι, ὁ δνυξ. -
11 ноготь
[νόγκατ'] ουσ. α νύχι -
12 ноготь
[νόγκατ'] ουσ α νύχι -
13 врасти
врастет, παρλθ. χρ. врос, -ла, -лоρ.σ.ριζώνω, ριζοβολώ, εισδύω, μπαίνω μέσα•корень врос в землю η ρίζα έπιασε στο χώμα•
врасти ноготь врос в тело το νύχι μπήκε στο κρέας.
|| χώνομαι μέσα, κάθομαι, βουλιάζω, καθιζάνω•ветхая избушка врос в землю το παλιόσπιτοί αργοβούλιαξε στη γη.
-
14 коготь
-гтя, πλθ. когти-ей θ.1. νύχι.2. πλθ. βλ. кошки (4 σημ.)• обломить -гти σπάζω τα δόντια (καθιστώ ακίνδυνο)•показить свой -гти δείχνω την κακία ή τις κακές προθέσεις•
попасть в -гти кому ή быть в -гтях кого πέφτω στα χέρια κάποιου, είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου•
держать в -гтях кого κρατώ σε υποταγή κάποιον.
-
15 колупать
ρ.δ. μ. (απλ.) ξύνω, ξεσκαλιζο•колупать ногтем стену ξεσκαλίζω τον τοίχο με το νύχι.
-
16 лапа
-ы θ.1. πέλμα, πατούνα, -σα• πόδι ζώου•медвежья лапа πέλμα αρκούδας.
|| ποδάρα ή χερούκλα ανθρώπου.2. κλαδί-κωνοφόρων δέντρων,3. προεξοχή (που εισδύει σε εσοχή).4. νύχι, πτερύγιο, λάφτσα•лапа якоря πτερύγιο άγκυρας.
5. πέλμα αγροτικών εργαλείων.εκφρ.попасть в -ы кому – πέφτω στα νύχια κάποιου•быть в -ах у кого – είμαι στα νύχια κάποιου (εξουσιάζομαι από κάποιον). -
17 слезть
слезу, слезешь, παρλθ. χρ. слез, -ла, -ло, προστκ. слезьρ.σ.1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•слезть с дерева κατεβαίνω από το δέντρο•
слезть с лошади ξεπεζεύω από το άλογο.
2. βγαίνω•слезть с автобуса κατεβαίνω από το λεωφορείο.
3. αποσπώμαι, πέφτω•ноготь слез το νύχι βγήκε•
краска -ла η μπογιά βγήκε.
-
18 шпора
-ы θ.σπιρούνι, πτερν ιστήρας. || το πισινό νύχι των πτηνών σαν πλήκτρο.
См. также в других словарях:
νύχι — το 1. κεράτινη πλάκα ωοειδούς σχήματος που φύεται στη ραχιαία επιφάνεια τού άκρου τών δακτύλων τών ανθρώπων και μεγάλου αριθμού σπονδυλοζώων, όνυχας 2. η οπλή τών οπληφόρων ζώων 3. φρ. α) «(περ)πατάει στα νύχια» βαδίζει ακροποδητί β) «στέκω στα… … Dictionary of Greek
νύχι — το ιού 1. ο όνυχας: Κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια (Κρυστάλλης). 2. η οπλή των ζώων. 3. φρ., «Πατάει στά νύχια», πάει αθόρυβα· «Eίναι νύχι και κρέας», συνδέονται στενά· «από την κορφή ως τα νύχια», ολότελα, εντελώς· «Mην πέσεις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… … Dictionary of Greek
παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η … Dictionary of Greek
νυχιά — η [νύχι] 1. αμυχή με το νύχι, Υρατσουνιά 2. ποσότητα που μπορεί να κόψει ή να πάρει κάποιος με το νύχι, ελάχιστη ποσότητα («μια νυχιά αλάτι») … Dictionary of Greek
νυχιάζω — 1. προξενώ αμυχή με το νύχι, Υρατσουνίζω 2. χαράζω σε σκληρή επιφάνεια σημάδι με το νύχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχι ή νυχιά] … Dictionary of Greek
χηλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαλά Α 1. η οπλή τών ιπποειδών 2. το δισχιδές νύχι τών μηρυκαστικών ζώων, όπως λ.χ. τού βοδιού, τού προβάτου κ.ά. 3. διχαλωτό εργαλείο ή εξάρτημα 4. ραγάδα, σκάσιμο στη φτέρνα ή σε άλλο σημείο τού σώματος 5. κυματοθραύστης,… … Dictionary of Greek
αετονύχι — και αϊτονύχι και αϊτόνυχο, το 1. νύχι αετού 2. είδος σταφυλιού με μακρουλές ρώγες που απολήγουν σε οξύ άκρο, όμοιο κατά κάποιο τρόπο με την αιχμή τού νυχιού τού αετού 3. ο καρπός τής αετονυχολιάς που απολήγει σε νυχοειδές άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μονονυχί — μονονυχί, ιων. τ. μουνονυχί (Α) επίρρ. κατά τη διάρκεια μιας νύκτας, σε μια νύκτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + νυχί (< νύξ, νυκτός), πρβλ. αυτο νυχί] … Dictionary of Greek
μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… … Dictionary of Greek